- συγχέω
- ΝΜΑ1. εκλαμβάνω κάτι αντί άλλου, δεν έχω σαφή αντίληψη τών γνωρισμάτων κάποιου, μπερδεύω (α. «μην συγχέεις τα πράγματα» β. «ταὐτὰ πάλιν γράμματα συγχεῑς», Ευρ.)2. (σχετικά με τον νου) προκαλώ σύγχυση, επιφέρω ταραχή, διαταράσσω («μή μοι σύγχει θυμὸν ὀδυρόμενος καὶ ἀχεύων», Ομ. Ιλ.)αρχ.1. αναμιγνύω άτακτα, ανακατώνω («ἄνω κάτω τὰ πάντα συγχέας ὁμοῡ», Ευρ.)2. εξαλείφω, αφανίζω, καταστρέφω κάτι εντελώς3. καθιστώ κάτι μάταιο, ανωφελές4. (ιδίως σχετικά με συμβόλαια, συμφωνίες και υποχρεώσεις) ακυρώνω ή παραβιάζω, αθετώ5. τήκω πολλά υλικά μαζί με σκοπό την παραγωγή ενός κράματος6. φρ. «πόλεμον συγχέειν» — διεγείρω σε πόλεμο (Πολ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + χέω «χύνω, λειώνω»].
Dictionary of Greek. 2013.